συλλυπώ

συλλυπώ
-έω, Α
βλ. συλλυπούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συλλυπούμαι — συλλυποῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ τ. συλλυπῶ, έω, Α νεοελλ. 1. εκφράζω σε κάποιον τη λύπη μου για δυσάρεστο συμβάν που τόν έπληξε, ιδίως εκφράζω τη συμμετοχή μου σε πένθος 2. εκφράζω σε κάποιον τη λύπη μου για κάτι το μεμπτό, για αξιοκατάκριτη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”